χύση

χύση
[-ις (-εως)] η , χύσιμο τό
1) наливание, вливание; 2) выливание; 'проливание; разливание; 3) насыпание; 4) рассыпание; высыпание; просыпание; 5) плавка (металла); 6) литьё, отливание; 7) высыпание (сыпи); 8) физиол, извержение (семени); 9) перен. изливание, изрыгание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χύση" в других словарях:

  • χύση — η / χύσις, εως, ΝΜΑ 1. έκχυση, ροή, εκροή, χύσιμο 2. η χύτευση νεοελλ. 1. (διαλ.) ραγδαία βροχή 2. ναυτ. απόρριψη στη θάλασσα μέρους τού φορτίου λόγω τρικυμίας ή καταδίωξης 3. βοτ. γένος ορχεοειδών φυτών μσν. (για διάττοντα αστέρα) πτώση μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • χύση — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χύνω, το χύσιμο. 2. το πέταγμα στη θάλασσα φορτίου πλοίου, η αβαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χύσῃ — χύσηι , χύσις shedding fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεγχυσία — η, Μ [παρεγχέω] η παρέγ χυση …   Dictionary of Greek

  • τυπάζω — ΝΑ [τύπος] προσδίδω τύπο σε κάτι, καλουπώνω νεοελλ. 1. κατασκευάζω καλούπια για πλίνθους ή για τη χύση μετάλλων 2. μτφ. διαπλάθω, διαμορφώνω αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «κόπτω» …   Dictionary of Greek

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

  • χύσιμο — το, Ν 1. χύση 2. εκσπερμάτιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυσ τού αορ. έ χυσ α τού χύνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. βράσ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • χύσις — ἡ, ΜΑ βλ. χύση …   Dictionary of Greek

  • χύτευση — η, Ν [χυτεύω] (μεταλργ. τεχνολ.) έγχυση τηγμένου μετάλλου ή πλαστικού υλικού σε τύπο, σε καλούπι, προκειμένου αυτό να προσλάβει, μετά την στερεοποίηση του, το αντίστοιχο σχήμα, αλλ. χύση (α. «χύτευση υπό πίεση» β. «συνεχής χύτευση») …   Dictionary of Greek

  • εκβολή — η 1. βίαιη εξαγωγή, απόσπαση, εκδίωξη: Εκβολή εμβρύου (άμβλωση). 2. (για ποταμό), ιδίως στον πληθ., οι εκβολές το στόμιο, το σημείο όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα. 3. (ναυτ.), είδος αβαρίας, η χύση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χύσιμο — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χύνω, χύση, εκβολή, τρέξιμο. 2. το λιώσιμο μετάλλων, κεριού κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»